βρογχοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρογχοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): συσκευή, - (ενδοσκοπικό όργανο) -, με το οποίο επιχειρείται βρογχοσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρογχοσκόπιο
βρογχοσκόπιο ουδέτερο