βρόγχιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρόγχιο | τα | βρόγχια |
γενική | του | βρόγχιου & βρογχίου |
των | βρόγχιων & βρογχίων |
αιτιατική | το | βρόγχιο | τα | βρόγχια |
κλητική | βρόγχιο | βρόγχια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρόγχιο < ελληνιστική κοινή βρόγχιον < αρχαία ελληνική βράγχια
Ουσιαστικό επεξεργασία
βρόγχιο ουδέτερο
- (ανατομία) το βρογχιόλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρόγχιο
|