βρογχιολίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρογχιολίτιδα < αγγλική bronchiolitis < bronchiole (βρογχιόλιο) + -itis (-ίτιδα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρογχιολίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού, που προσβάλλει κυρίως μικρά παιδιά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρόγχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρογχιολίτιδα