βρέγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρέγμα | τα | βρέγματα |
γενική | του | βρέγματος | των | βρεγμάτων |
αιτιατική | το | βρέγμα | τα | βρέγματα |
κλητική | βρέγμα | βρέγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρέγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρέγμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mregʰ- (κρανίο, μυαλό). Δε σχετίζεται με το βρέχω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾeɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρέγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : βρέ‐γμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρέγμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βρέγμᾰ | τὰ | βρέγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | βρέγμᾰτος | τῶν | βρεγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | βρέγμᾰτῐ | τοῖς | βρέγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | βρέγμᾰ | τὰ | βρέγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | βρέγμᾰ | βρέγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρέγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρεγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαβρέγμα < πιθανόν,πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mregʰ- (κρανίο, μυαλό), απ' όπου και η αγγλική brain. Λόγω των τύπων με ⟨χ⟩ (όπως βρέχμα) ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης είχαν συνδέσει παρετυμολογικά με το βρέχω [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρέγμα ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βρέγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρέγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.