αποβρόχια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αποβρόχια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | αποβρόχια | ||
κλητική | αποβρόχια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποβρόχια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι τελευταίες βροχές μιας περιόδου βροχών (π.χ. από φθινόπωρο έως άνοιξη)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποβρόχια
|