Ετυμολογία

επεξεργασία
mamnutri < mam- + nutri
ρήμα mamnutri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας mamnutras mamnutranta mamnutrata
αόριστος mamnutris mamnutrinta mamnutrita
μέλλοντας mamnutros mamnutronta mamnutrota
υποθετική mamnutrus - -
προστακτική mamnutru - -

mamnutri (eo)