Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νιάνιαρο τα νιάνιαρα
      γενική του νιάνιαρου των νιάνιαρων
    αιτιατική το νιάνιαρο τα νιάνιαρα
     κλητική νιάνιαρο νιάνιαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νιάνιαρο < πιθανότατα (άμεσο δάνειο) βενετική gnagnara (λέξη θηλυκού γένους που θεωρήθηκε πληθυντικός) που συνδυάστηκε με το νιανιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νιάνιαρο ουδέτερο

  1. πολύ μικρό παιδί
  2. (μειωτικό) νεαρό άτομο χωρίς εμπειρίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία