bebo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bebo | beboj |
αιτιατική | bebon | bebojn |
bebo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bebo | beboj |
αιτιατική | bebon | bebojn |
bebo (eo)