Δείτε επίσης: Μπέμπης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπέμπης οι μπέμπηδες
      γενική του μπέμπη των μπέμπηδων
    αιτιατική τον μπέμπη τους μπέμπηδες
     κλητική μπέμπη μπέμπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπέμπης < (άμεσο δάνειο) αγγλική baby < μέση αγγλική babee, babi < babe < αγγλοσαξονικά *baba (παιδί) < πρωτογερμανική *babô < *ba- / *bō- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā- / *bʰāt- (πατέρας, (μεγάλος) αδερφός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbe.bis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέ‐μπης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπέμπης αρσενικό (θηλυκό μπέμπα)

  1. μικρό παιδί, μωρό,νήπιο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) που έχει παιδιάστικη συμπεριφορά
     συνώνυμα: ανόητος, ανώριμος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

διαφορετικού ετύμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία