πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπούλης οι μπούληδες
      γενική του μπούλη των μπούληδων
    αιτιατική τον μπούλη τους μπούληδες
     κλητική μπούλη μπούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπούλης αρσενικό

  1. (σπάνιο, χαϊδευτικό) ο μπέμπης (θηλυκό μπούλα)
    και χαϊδευτικό όνομα Μπούλης
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) ανώριμος ενήλικας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) κακομαθημένο παιδί

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπούλης αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  •  δείτε και τη λέξη νταής

Αναφορές

επεξεργασία