Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπούλινγκ < αγγλική bullying < bully < ολλανδικά boel (εραστής, αδερφός) < μέση ολλανδική boel < πρωτογερμανική *bō-lan- < *bō- (αδερφός, πατέρας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούλινγκ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία