Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυματοποίηση οι θυματοποιήσεις
      γενική της θυματοποίησης* των θυματοποιήσεων
    αιτιατική τη θυματοποίηση τις θυματοποιήσεις
     κλητική θυματοποίηση θυματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θυματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυματοποίηση < θύμα + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική victimization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυματοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία