απανθρωπισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απανθρωπισμός | οι | απανθρωπισμοί |
γενική | του | απανθρωπισμού | των | απανθρωπισμών |
αιτιατική | τον | απανθρωπισμό | τους | απανθρωπισμούς |
κλητική | απανθρωπισμέ | απανθρωπισμοί | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απανθρωπισμός < από + ανθρωπισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
απανθρωπισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του απανθρωπιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
απανθρωπισμός
|