ανθρωπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνθρωπισμός (ανθρωπιά, ανθρώπινη φύση) < (ἀθρωπίζω) ἀνθρωπισ- + μός (-ισμός), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Humanismus ή από τη γαλλική humanisme < νεολατινικά humanismus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.θɾo.piˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωπισμός αρσενικό
- πνευματικό κίνημα της Αναγέννησης που έδινε έμφαση στη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας
- φιλοσοφική στάση η οποία θεωρεί τον άνθρωπο κέντρο του κόσμου και κεντρική αξία της
- μια αντίληψη που πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνίας και του πολιτισμού και κριτήριο της προόδου σε κάθε τομέα οφείλει να είναι η ελευθερία του και η ποιότητα της ζωής του.
- τρόπος συμπεριφοράς που (πρέπει να) επιδεικνύει ο άνθρωπος στον συνάνθρωπό του
- ※ Ἐπίσης εὔχομαι ὀλίγην ἐντροπὴν εἰς τοὺς πατέρας τοῦ ἔθνους, ὀλίγην συνείδησιν εἰς τοὺς ἰατροὺς καὶ εἰς τοὺς δημοτικοὺς ἄρχοντας καὶ ὀλίγον ἀνθρωπισμὸν εἰς τοὺς ἀξιοῦντας ὅτι εἰσὶν ἄνθρωποι.
- ≈ συνώνυμα: ανθρωπιά, αλτρουισμός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη άνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανθρωπισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανθρωπισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανθρωπισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας