Δείτε επίσης: ἀνθρωπισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωπισμός οι ανθρωπισμοί
      γενική του ανθρωπισμού των ανθρωπισμών
    αιτιατική τον ανθρωπισμό τους ανθρωπισμούς
     κλητική ανθρωπισμέ ανθρωπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωπισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνθρωπισμός (ανθρωπιά, ανθρώπινη φύση) < (ἀθρωπίζω) ἀνθρωπισ- + μός (-ισμός), σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Humanismus ή από τη γαλλική humanisme < νεολατινικά humanismus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.θɾo.piˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θρω‐πι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανθρωπισμός αρσενικό

  1. πνευματικό κίνημα της Αναγέννησης που έδινε έμφαση στη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας
  2. φιλοσοφική στάση η οποία θεωρεί τον άνθρωπο κέντρο του κόσμου και κεντρική αξία της
  3. μια αντίληψη που πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνίας και του πολιτισμού και κριτήριο της προόδου σε κάθε τομέα οφείλει να είναι η ελευθερία του και η ποιότητα της ζωής του.
  4. τρόπος συμπεριφοράς που (πρέπει να) επιδεικνύει ο άνθρωπος στον συνάνθρωπό του
    ※  Ἐπίσης εὔχομαι ὀλίγην ἐντροπὴν εἰς τοὺς πατέρας τοῦ ἔθνους, ὀλίγην συνείδησιν εἰς τοὺς ἰατροὺς καὶ εἰς τοὺς δημοτικοὺς ἄρχοντας καὶ ὀλίγον ἀνθρωπισμὸν εἰς τοὺς ἀξιοῦντας ὅτι εἰσὶν ἄνθρωποι.
    Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886
     συνώνυμα: ανθρωπιά, αλτρουισμός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άνθρωπος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία