ανθρωπιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρωπιστικός < ανθρωπισμός < humanismus
Επίθετο επεξεργασία
ανθρωπιστικός
- που σχετίζεται με την προσφορά στο συνάνθρωπο
- ανθρωπιστικές οργανώσεις
- Το ανθρωπιστικό κριτήριο της ισότητας κάθε γνώμης,
- δεν ακυρώνει το επιστημονικό κριτήριο εξέτασης της αλήθειας της.
- Η αλήθεια είναι σημαντικότερη από το ανθρωπιστικό δικαίωμα στο λάθος όσο αφορά την γνώση.
- που σχετίζεται με τις κλασικές σπουδές και τον ανθρωπισμό (ουμανισμό)
- ανθρωπιστικές σπουδές
Μεταφράσεις επεξεργασία
που σχετίζεται με την προσφορά στο συνάνθρωπο
που σχετίζεται με τις κλασικές σπουδές