ἀνθρωπισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀνθρωπισμός | οἱ | ἀνθρωπισμοί |
γενική | τοῦ | ἀνθρωπισμοῦ | τῶν | ἀνθρωπισμῶν |
δοτική | τῷ | ἀνθρωπισμῷ | τοῖς | ἀνθρωπισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀνθρωπισμόν | τοὺς | ἀνθρωπισμούς |
κλητική ὦ! | ἀνθρωπισμέ | ἀνθρωπισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνθρωπισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθρωπισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀνθρωπισμός αρσενικό
- μόρφωση, παιδεία
- ἄμεινον ἔφη (εννοείται: Αρίστιππος ο Κυρηναίος) ἐπαίτην ἐπαιτεῖν ἢ ἀπαίδευτον εἶναι· οἱ μὲν γὰρ χρημάτων, οἱ δ' ἀνθρωπισμοῦ δέονται. (Διογένης ο Λαέρτιος στον βίο του φιλοσόφου Αρίστιππου του Κυρηναίου, 2,70)
- καὶ οἷος ἂν ἔοι ἀνήρ, ἀρετῇ μὲν ἴσος, ἀνθρωπισμῷ δὲ βελτίων, λόγῳ δὲ σύμβουλος (Ομηρικά σχόλια)
- ανθρωπιά
- ενανθρώπιση