Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωπιστής οι ανθρωπιστές
      γενική του ανθρωπιστή των ανθρωπιστών
    αιτιατική τον ανθρωπιστή τους ανθρωπιστές
     κλητική ανθρωπιστή ανθρωπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωπιστής < ἀνθρωπιστής < αρχαία ελληνική ἀνθρωπίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωπιστής αρσενικό, θηλυκό (αδόκιμο) ανθρωπίστρια

  1. ο φιλάνθρωπος, αυτός που ενδιαφέρεται και συναισθηματικά, θεωρητικά, αλλά και έμπρακτα για τους άλλους, αυτός που βοηθά όσους έχουν ανάγκη
  2. ο ουμανιστής, εκείνος που κατα την Αναγέννηση είχε ιδιαίτερη ακαδημαϊκή παιδεία και ειδικότερα γνώριζε τον αρχαιοελληνικό και λατινικό πολιτισμό,, ο ασχολούμενος με τις κλασσικές σπουδές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία