κλασσικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλασσικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική classique < λατινική classicus < classis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- (καλώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kla.siˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίακλασσικός, -ή, -ό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του κλασικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασσικός
|