harcèlement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαharcèlement < → δείτε τις λέξεις harceler και -ment
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /haʁ.sɛl.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
harcèlement | harcèlements |
harcèlement (fr) αρσενικό
- η παρενόχληση (με λόγια ή πράξεις)
Εκφράσεις
επεξεργασία- guerre de harcèlement
- harcèlement moral - η ηθική παρενόχληση
- harcèlement sexuel - η σεξουαλική παρενόχληση