Ετυμολογία

επεξεργασία

harcèlement < → δείτε τις λέξεις harceler και -ment

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /haʁ.sɛl.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
harcèlement harcèlements

harcèlement (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία