↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοσχολικός η ενδοσχολική το ενδοσχολικό
      γενική του ενδοσχολικού της ενδοσχολικής του ενδοσχολικού
    αιτιατική τον ενδοσχολικό την ενδοσχολική το ενδοσχολικό
     κλητική ενδοσχολικέ ενδοσχολική ενδοσχολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοσχολικοί οι ενδοσχολικές τα ενδοσχολικά
      γενική των ενδοσχολικών των ενδοσχολικών των ενδοσχολικών
    αιτιατική τους ενδοσχολικούς τις ενδοσχολικές τα ενδοσχολικά
     κλητική ενδοσχολικοί ενδοσχολικές ενδοσχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοσχολικός < ενδο- + σχολικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοσχολικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία