baby
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
baby | babies |
baby (en)
- το μωρό
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | baby |
γ΄ ενικό ενεστώτα | babies |
αόριστος | babied |
παθητική μετοχή | babied |
ενεργητική μετοχή | babying |
baby (en)
- νταντεύω, φροντίζω κάποιον με υπερβολική φροντίδα, σαν να είναι μωρό
- ⮡ He is a man now, stop babying him!
- Είναι άντρας τώρα, πάψε να τον νταντεύεις!
- ⮡ He is a man now, stop babying him!
Πηγές
επεξεργασία- baby (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- baby (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- baby (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaby (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaby (no)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaby (nl)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbaby (sv)