Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωράκι τα μωράκια
      γενική
    αιτιατική το μωράκι τα μωράκια
     κλητική μωράκι μωράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μωράκι: υποκοριστικό του μωρό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μωράκι ουδέτερο

  1. μωρό, βρέφος
  2. τρυφερή προσφώνηση


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία