Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιτζάμπ < αγγλική hijab < αραβική حجاب (ḥijāb: πέπλο, βέλο, κάλυμμα, κουρτίνα) < ρίζα ح ج ب ‎(ḥ-j-b)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιτζάμπ ουδέτερο άκλιτο

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία