Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφαλομάντιλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κεφαλομάντιλ
ο
τα
κεφαλομάντιλ
α
γενική
του
κεφαλομάντιλ
ου
των
κεφαλομάντιλ
ων
αιτιατική
το
κεφαλομάντιλ
ο
τα
κεφαλομάντιλ
α
κλητική
κεφαλομάντιλ
ο
κεφαλομάντιλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα με κόκκινο
κεφαλομάντιλο
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεφαλομάντιλο
<
κεφάλι
+
μαντίλι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεφαλομάντιλο
ουδέτερο
μαντίλι
που
φοριέται
στο
κεφάλι
Συνώνυμα
επεξεργασία
κεφαλόδεσμος
μαντίλα
σαρίκι
τσεμπέρι
τουρμπάνι
φακιόλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφαλομάντιλο
αγγλικά
:
headscarf
(en)
,
babushka
(en)