πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φακιόλι τα φακιόλια
      γενική του φακιολιού των φακιολιών
    αιτιατική το φακιόλι τα φακιόλια
     κλητική φακιόλι φακιόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φακιόλι ουδέτερο

  1. γυναικείος κεφαλόδεσμος, κεφαλομάντιλο
  2. μαντίλι που συνήθως δενόταν πάνω από το κούτελο, αφού είχε διπλωθεί ώστε να έχει τριγωνικό σχήμα με την άκρη του τριγώνου στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Άλλες φορές τυλιγόταν σαν μπάντα προτού δεθεί.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία