Δείτε επίσης: μπόλι, μπόλικα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπόλια οι μπόλιες
      γενική της μπόλιας
    αιτιατική την μπόλια τις μπόλιες
     κλητική μπόλια μπόλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπόλια θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, ενδυμασία) κεφαλομάντιλο
      καὶ οἱ μπόλιες μεταξένιες καὶ τὰ πιᾶτα φιρφιρένια , τὰ κουτάλια ἀσημένια, τὰ περούνια ἀτσαλένια, τὰ μαχαίρια μεταλλένια, τὰ ποτήρια κρουσταλλένια καὶ τὰ χέρια ποῦ τὴ στρώνουν μαργαριταρένια (Εὐστ . Γ . Πολίτου , Ο γάμος ἐν Λευκάδι, σελ. 317 στο Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Α΄, τύποις Σακελλαρίου, 1909 )
  2. (λαϊκότροπο) περιτόναιο σφάγιων

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μπόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

επεξεργασία
μπόλια < (άμεσο δάνειο) βενετική imboglia με αποβολή του αρχικού άτονου [i] από συμπορφορά με το άρθρο [1] (την μπόλια)

ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

επεξεργασία