μπόλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπόλια | οι | μπόλιες |
γενική | της | μπόλιας | — | |
αιτιατική | την | μπόλια | τις | μπόλιες |
κλητική | μπόλια | μπόλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπόλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπόλια[1] < βενετική imboglia [2]
- Δε σχετίζεται το μπόλι.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbo.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπό‐λια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπόλια θηλυκό
- (λαϊκότροπο, ενδυμασία) κεφαλομάντιλο
- ※ καὶ οἱ μπόλιες μεταξένιες καὶ τὰ πιᾶτα φιρφιρένια , τὰ κουτάλια ἀσημένια, τὰ περούνια ἀτσαλένια, τὰ μαχαίρια μεταλλένια, τὰ ποτήρια κρουσταλλένια καὶ τὰ χέρια ποῦ τὴ στρώνουν μαργαριταρένια (Εὐστ . Γ . Πολίτου , Ο γάμος ἐν Λευκάδι, σελ. 317 στο Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Α΄, τύποις Σακελλαρίου, 1909 )
- (λαϊκότροπο) περιτόναιο σφάγιων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μπόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπόλια < (άμεσο δάνειο) βενετική imboglia με αποβολή του αρχικού άτονου [i] από συμπορφορά με το άρθρο [1] (την μπόλια)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μπόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- μπόλια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].