περιτόναιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτόναιο < αρχαία ελληνική περιτόναιον, ουδέτερο του περιτόναιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιτόναιο ουδέτερο
- (ανατομία) λεπτή και διάφανης μεμβράνη που εκτείνεται στην εσωτερική επιφάνεια της κοιλιακής κοιλότητας και περιβάλλει τα σπλάχνα
- (ναυτικός όρος) η κουπαστή του πλοίου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεμβράνη