Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιτόναιο τα περιτόναια
      γενική του περιτοναίου
περιτόναιου
των περιτοναίων
    αιτιατική το περιτόναιο τα περιτόναια
     κλητική περιτόναιο περιτόναια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιτόναιο < αρχαία ελληνική περιτόναιον, ουδέτερο του περιτόναιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιτόναιο ουδέτερο

  1. (ανατομία) λεπτή και διάφανης μεμβράνη που εκτείνεται στην εσωτερική επιφάνεια της κοιλιακής κοιλότητας και περιβάλλει τα σπλάχνα
  2. (ναυτικός όρος) η κουπαστή του πλοίου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία