Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπεριτοναϊκός η διαπεριτοναϊκή το διαπεριτοναϊκό
      γενική του διαπεριτοναϊκού της διαπεριτοναϊκής του διαπεριτοναϊκού
    αιτιατική τον διαπεριτοναϊκό τη διαπεριτοναϊκή το διαπεριτοναϊκό
     κλητική διαπεριτοναϊκέ διαπεριτοναϊκή διαπεριτοναϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπεριτοναϊκοί οι διαπεριτοναϊκές τα διαπεριτοναϊκά
      γενική των διαπεριτοναϊκών των διαπεριτοναϊκών των διαπεριτοναϊκών
    αιτιατική τους διαπεριτοναϊκούς τις διαπεριτοναϊκές τα διαπεριτοναϊκά
     κλητική διαπεριτοναϊκοί διαπεριτοναϊκές διαπεριτοναϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπεριτοναϊκός < δια- + περιτοναϊκός

  Επίθετο επεξεργασία

διαπεριτοναϊκός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία