μπόλικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπόλικα < μπόλικος
Επίρρημα
επεξεργασίαμπόλικα
- αρκετά σε ποσότητα ή διαστάσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπόλικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμπόλικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπόλικος