τσεμπέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεμπέρι | τα | τσεμπέρια |
γενική | του | τσεμπεριού | των | τσεμπεριών |
αιτιατική | το | τσεμπέρι | τα | τσεμπέρια |
κλητική | τσεμπέρι | τσεμπέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡seˈbe.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐μπέ‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσεμπέρι ουδέτερο
- ονομασία που χρησιμοποιείται για μαντήλι το οποίο φοριέται στο κεφάλι
- ※ Δεν μπορούσε να ιδεί καλά το πρόσωπό της γιατί το 'χε σκεπασμένο με το κίτρινο τσεμπέρι της. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα])