σουδάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουδάρι | τα | σουδάρια |
γενική | του | σουδαριού | των | σουδαριών |
αιτιατική | το | σουδάρι | τα | σουδάρια |
κλητική | σουδάρι | σουδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουδάρι < (ελληνιστική κοινή) σουδάριον < λατινική sudarium
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουδάρι ουδέτερο (& σουδάριο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουδάρι
|