Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σουδάριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σουδάρι
ο
τα
σουδάρι
α
γενική
του
σουδαρί
ου
&
σουδάρι
ου
των
σουδαρί
ων
αιτιατική
το
σουδάρι
ο
τα
σουδάρι
α
κλητική
σουδάρι
ο
σουδάρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σουδάριο
<
ελληνιστική κοινή
σουδάριον
<
λατινική
sudarium
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σουδάριο
ουδέτερο
(&
σουδάρι
)
το
μαντίλι
το
μαντίλι
με το οποίο σκέπαζεται το
πρόσωπο
του
νεκρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σουδάριο