σουδάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σουδάριον | τὰ | σουδάριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σουδαρίου | τῶν | σουδαρίων | ||||
δοτική | τῷ | σουδαρίῳ | τοῖς | σουδαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σουδάριον | τὰ | σουδάριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σουδάριον | σουδάριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σουδαρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σουδαρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουδάριον < (άμεσο δάνειο) λατινική sudarium < sudor (ιδρώτας)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σουδάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουδάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- πανί για το σκούπισμα του ιδρώτα
- πετσέτα
- μαντίλι, κεφαλομάντιλο
- πανί για την κάλυψη του προσώπου του νεκρού
- ※ ⌘ Ευαγγέλιον Κατά Ιωάννην, ια 44
- καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο.
- ※ ⌘ Ευαγγέλιον Κατά Ιωάννην, ια 44
Πηγές
επεξεργασία- σουδάριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σουδάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.