ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σουδάριον τὰ σουδάρι
      γενική τοῦ σουδαρίου τῶν σουδαρίων
      δοτική τῷ σουδαρί τοῖς σουδαρίοις
    αιτιατική τὸ σουδάριον τὰ σουδάρι
     κλητική ! σουδάριον σουδάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σουδαρίω
γεν-δοτ τοῖν  σουδαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουδάριον < (άμεσο δάνειο) λατινική sudarium < sudor (ιδρώτας)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σουδάρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουδάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. πανί για το σκούπισμα του ιδρώτα
  2. πετσέτα
  3. μαντίλι, κεφαλομάντιλο
  4. πανί για την κάλυψη του προσώπου του νεκρού
    ※  Ευαγγέλιον Κατά Ιωάννην, ια 44
    καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο.