Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νικάμπ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Υπερώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Γυναίκα στη
Συρία
που φορά
νικάμπ
Ετυμολογία
επεξεργασία
νικάμπ
<
αγγλική
niqab
<
αραβική
نقاب
(
niqāb
) <
ρίζα
ن ق ب (n-q-b)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
niˈkab
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νικάμπ
ουδέτερο
άκλιτο
(
νεολογισμός
)
κεφαλομάντιλο
μουσουλμάνων
γυναικών που καλύπτει και το
πρόσωπο
Υπερώνυμα
επεξεργασία
μαντίλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νικάμπ
αγγλικά
:
niqab
(en)
αραβικά
:
نقاب
(ar)