μαντιλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντιλάκι | τα | μαντιλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαντιλάκι | τα | μαντιλάκια |
κλητική | μαντιλάκι | μαντιλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαντιλάκι < μαντίλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαντιλάκι ουδέτερο
- μικρό μαντίλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαντιλάκι
|