μυξομάντιλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυξομάντιλο ουδέτερο
- μαντίλι για το σκούπισμα της μύτης (από μύξα κ.ά.)
- ⮡ Έβγαλε ένα μυξομάντιλο από την τσέπη και σκούπισε με αυτό τη μύτη του.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυξομάντιλο
|