ὠάριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὠάριον < αρχαία ελληνική ᾠάριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠάριον ουδέτερο (γενική: ὠαρίου, ὠαρίων)
- (καθαρεύουσα) άλλη γραφή του αρχαίου τύπου ᾠάριον, το ωάριο
ὠάριον ουδέτερο (γενική: ὠαρίου, ὠαρίων)