Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ᾠάριον τὰ ᾠάρι
      γενική τοῦ ᾠαρίου τῶν ᾠαρίων
      δοτική τῷ ᾠαρί τοῖς ᾠαρίοις
    αιτιατική τὸ ᾠάριον τὰ ᾠάρι
     κλητική ! ᾠάριον ᾠάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ᾠαρίω
γεν-δοτ τοῖν  ᾠαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ᾠάριον < ᾠόν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ᾠάριον ουδέτερο