εμβρυουλκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.ulˈkos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβρυουλκός αρσενικό
- (ιατρική) εργαλείο που χρησιμοποιείται στους δύσκολους τοκετούς, ώστε να μπορέσει ο χειρουργός - μαιευτήρας να πιάσει και να τραβήξει το έμβρυο από το κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμβρυουλκός
|