Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβρυουλκός οι εμβρυουλκοί
      γενική του εμβρυουλκού των εμβρυουλκών
    αιτιατική τον εμβρυουλκό τους εμβρυουλκούς
     κλητική εμβρυουλκέ εμβρυουλκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβρυουλκός < εμβρυ- (< έμβρυο) + -ουλκος (< έλκω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.vɾi.ulˈkos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβρυουλκός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία