μαιευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαιευτήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαιευτήρας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) γιατρός γυναικολόγος με ειδικότητα την προετοιμασία και την επίβλεψη του τοκετού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαιευτήρας