Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ku.ʃœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accoucheur accoucheurs

accoucheur (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία