εμβρυοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβρυοσκόπηση | οι | εμβρυοσκοπήσεις |
γενική | της | εμβρυοσκόπησης | των | εμβρυοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | εμβρυοσκόπηση | τις | εμβρυοσκοπήσεις |
κλητική | εμβρυοσκόπηση | εμβρυοσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμβρυοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβρυοσκόπηση θηλυκό
- τεχνική που επιτρέπει την απευθείας παρατήρηση του εμβρύου στη μήτρα χάρη στην εισαγωγή ενός ενδοσκοπίου από τον κόλπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμβρυοσκόπηση