Ετυμολογία

επεξεργασία
βρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷéru-

βρύω [ ]

  1. (για φυτά) είμαι γεμάτος, πλήρης
  2. αφθονώ
  3. (μεταβατικό) βλασταίνω