Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷéru-

  Ρήμα επεξεργασία

βρύω [ ]

  1. (για φυτά) είμαι γεμάτος, πλήρης
  2. αφθονώ
  3. (μεταβατικό) βλασταίνω

  Πηγές επεξεργασία