Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμβρυϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Παράγωγα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμβρυϊκ
ός
η
εμβρυϊκ
ή
το
εμβρυϊκ
ό
γενική
του
εμβρυϊκ
ού
της
εμβρυϊκ
ής
του
εμβρυϊκ
ού
αιτιατική
τον
εμβρυϊκ
ό
την
εμβρυϊκ
ή
το
εμβρυϊκ
ό
κλητική
εμβρυϊκ
έ
εμβρυϊκ
ή
εμβρυϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμβρυϊκ
οί
οι
εμβρυϊκ
ές
τα
εμβρυϊκ
ά
γενική
των
εμβρυϊκ
ών
των
εμβρυϊκ
ών
των
εμβρυϊκ
ών
αιτιατική
τους
εμβρυϊκ
ούς
τις
εμβρυϊκ
ές
τα
εμβρυϊκ
ά
κλητική
εμβρυϊκ
οί
εμβρυϊκ
ές
εμβρυϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμβρυϊκός
<
έμβρυ(ο)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
εμβρυϊκός, -ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στο
έμβρυο
που βρίσκεται στα πρώτα στάδια της
ανάπτυξής
του
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εμβρυακός
Παράγωγα
επεξεργασία
εμβρυϊκά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμβρυϊκός
αγγλικά
:
foetal
(en)
,
fetal
(en)
,
embryonic
(en)
γαλλικά
:
fœtal
(fr)
,
embryonnaire
(fr)
εσπεράντο
:
feta
(eo)