Ετυμολογία

επεξεργασία
feta < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική φέτα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fe.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
feta fetas

feta (fr) θηλυκό και féta




  Ετυμολογία

επεξεργασία
feta < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική φέτα < ιταλική fetta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

feta (it)