Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

embryonnaire < embryon

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
embryonnaire embryonnaires

embryonnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό