fœtal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fœtal < fœtus
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fœtal | fœtaux |
θηλυκό | fœtale | fœtales |
fœtal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fœtal | fœtaux |
θηλυκό | fœtale | fœtales |
fœtal (fr)