Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενέχω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐνέχω
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενέχω
<
αρχαία ελληνική
ἐνέχω
Ρήμα
επεξεργασία
ενέχω
(
παθητική φωνή
:
ενέχομαι
)
(
λόγιο
)
εμπεριέχω
,
έχω
μέσα
μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενέχω
→
δείτε
τη λέξη
εμπεριέχω