Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω

  Ρήμα επεξεργασία

ενέχομαι

  1. (νομικός όρος) έχω μέρος της ευθύνης σε μια αξιόποινη πράξη, είμαι ένοχος για αυτήν
  2. είμαι ανακατεμένος σε μια υπόθεση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία