ενέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω
Ρήμα
επεξεργασίαενέχομαι
- (νομικός όρος) έχω μέρος της ευθύνης σε μια αξιόποινη πράξη, είμαι ένοχος για αυτήν
- είμαι ανακατεμένος σε μια υπόθεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενέχομαι
|