Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνέχω < ἐν + ἔχω

ἐνέχω

  1. διάκειμαι, αισθάνομαι
    Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ γεγονός,... (Ο Αστυάγης, κρύβοντας την οργή που τον διακατείχε για το γεγονός, ...)
    Κῦρος δὲ ἀπορίῃσι ἐνείχετο (Ο Κύρος δε βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία)
  2. πιάνομαι, χώνομαι, αγγιστρώνομαι
    ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς (καθώς πιάστηκαν οι μικρές ασπίδες στα δοκάρια)
  3. κρατώ διατηρώ εντός
  4. εισέρχομαι, εισδύω
    ὅπως αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν, ἵνα προσθέοντι ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω (για να εισδύει, να μπαίνει το φως μέσα όσο γίνεται περισσότερο)
  5. εμπλέκω, είμαι εναντίον κάποιου, επιβαρύνω
    εἰ δὲ μὴ αὐτὸν ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι (...για να μην τον βαρύνει κατάρα, να μη βρεθεί παγιδευμένος από κατάρα)

Συγγενικά

επεξεργασία