ἐνέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐνέχω
- διάκειμαι, αισθάνομαι
- Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον διὰ τὸ γεγονός,... (Ο Αστυάγης, κρύβοντας την οργή που τον διακατείχε για το γεγονός, ...)
- Κῦρος δὲ ἀπορίῃσι ἐνείχετο (Ο Κύρος δε βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία)
- πιάνομαι, χώνομαι, αγγιστρώνομαι
- ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς (καθώς πιάστηκαν οι μικρές ασπίδες στα δοκάρια)
- κρατώ διατηρώ εντός
- εισέρχομαι, εισδύω
- ὅπως αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν, ἵνα προσθέοντι ὡς φανότατον ᾖ τὸ ἔσω (για να εισδύει, να μπαίνει το φως μέσα όσο γίνεται περισσότερο)
- εμπλέκω, είμαι εναντίον κάποιου, επιβαρύνω
- εἰ δὲ μὴ αὐτὸν ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι (...για να μην τον βαρύνει κατάρα, να μη βρεθεί παγιδευμένος από κατάρα)